πώτημα

From LSJ
Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώτημα Medium diacritics: πώτημα Low diacritics: πώτημα Capitals: ΠΩΤΗΜΑ
Transliteration A: pṓtēma Transliteration B: pōtēma Transliteration C: potima Beta Code: pw/thma

English (LSJ)

v. πότημα (A).

German (Pape)

[Seite 828] τό, Flug, ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον, Aesch. Eum. 241.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vol, essor.
Étymologie: πωτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

πώτημα: ατος τό полет: ὑπὲρ πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἐλθεῖν Aesch. перелететь море без крыльев.

Greek (Liddell-Scott)

πώτημα: τό ἴδε λ. πότημα.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α πωτῶμαι
πέταγμα, πτήσηὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις πωτήμασιν ἦλθον», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

πώτημα: -ατος, τό, βλ. πότημα.

Middle Liddell

πώτημα, ατος, τό, [v. πότημα.]