σολοικία
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ἡ,= σολοικισμός, Luc.Salt.80; περὶ σολοικίας, title of treatise by Ammonius.
German (Pape)
[Seite 912] ἡ, = σολοικισμός, Luc. de salt. 27, 80 σολοικίας δεινὰς ἐν τῇ ὀρχήσει ἐπιδείκνυνται.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
incorrection, faute.
Étymologie: σόλοικος.
Russian (Dvoretsky)
σολοικία: ἡ неправильность, ошибка (ἐν τῇ ὀρχήσει Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
σολοικία: ἡ, = σολοικισμός, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· ἴδε Ἀμμών. περὶ σολοικίας.
Greek Monolingual
ἡ, Α σόλοικος
1. σφάλμα στη χρήση τών λέξεων ή στην ακολουθία τών προτάσεων, σολοικισμός
2. φρ. «Περὶ σολοικίας» — τίτλος έργου του Αμμωνίου.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σολοικία -ας, ἡ [σόλοικος] zie σολοικισμός incorrectheid, taalfout.