σαρκολιπής

From LSJ
Revision as of 15:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκολῐπής Medium diacritics: σαρκολιπής Low diacritics: σαρκολιπής Capitals: ΣΑΡΚΟΛΙΠΗΣ
Transliteration A: sarkolipḗs Transliteration B: sarkolipēs Transliteration C: sarkolipis Beta Code: sarkoliph/s

English (LSJ)

ές, forsaken by flesh, πλευρά AP7.383 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 863] ές, von Fleisch verlassen, entblößt, dah. mager, hager, πλευρά Philp. 67 (VII, 383).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
décharné.
Étymologie: σάρξ, λείπω.

Russian (Dvoretsky)

σαρκολῐπής: лишенный мяса (πλευρά Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκολῐπής: -ές, = λιπόσαρκος, ἰσχνός, ὀλιγόσαρκος, πλευρὰ Ἀνθ. Π. 7. 383.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) λιπόσαρκος, ισχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -λιπής (< λείπω), πρβλ. θυμο-λιπής, ψυχο-λιπής].

Greek Monotonic

σαρκολῐπής: -ές (λιπεῖν), αυτός που του λείπει σάρκα, λιπόσαρκος, ισχνός, σε Ανθ.

Middle Liddell

σαρκο-λῐπής, ές λιπεῖν
forsaken by flesh, lean, Anth.