στειλειή

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 397
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στειλειή Medium diacritics: στειλειή Low diacritics: στειλειή Capitals: ΣΤΕΙΛΕΙΗ
Transliteration A: steileiḗ Transliteration B: steileiē Transliteration C: steileii Beta Code: steileih/

English (LSJ)

v. στελεά.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ion. et épq.
trou où s'adapte le manche d'une cognée.
Étymologie: DELG v. στελεά.

Russian (Dvoretsky)

στειλειή:отверстие в топоре (для топорища) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

στειλειή: ἡ, Ἰων. λέξις δηλοῦσα τὴν ὀπὴν τοῦ πελέκεως, εἰς ἣν εἰσέρχεται τὸ ξύλον, τὸ στειλεὸν («στειλιάρι»), Ὀδ. Φ. 422, Νικ. Θηρ. 387· στελεὴ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 957· Ἀττ. στειλεὰ (ἑτέρα γραφ. στειλέα παρ’ Ἡσυχ.), παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 4, ἴδε Αἰν. Τακτ. 18.

English (Autenrieth)

(στέλλω): hole in an axhead for the helve, Od. 21.422†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στελεά.

Greek Monotonic

στειλειή: ἡ, τρύπα που γίνεται για να περαστεί η λαβή, το στειλιάρι ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

See also: s. στελεά.

Middle Liddell

στειλειή, ἡ,
the hole for the handle of an axe, Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

στειλειή: {steileiḗ}
See also: s. στελεά.
Page 2,783