συνεπερίζω
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
contend also with, ποταμῷ AP9.709 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
lutter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερίζω.
Russian (Dvoretsky)
συνεπερίζω: совместно бороться, соревноваться, состязаться (τινί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπερίζω: συναμιλλῶμαι, συνδιαφιλονικῶ, τινι Ἀνθολ. Π. 9. 709.
Greek Monolingual
Α
αμιλλώμαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπί + ἐρίζω.
Greek Monotonic
συνεπερίζω: μέλ. -σω, συναγωνίζομαι, φιλονικώ επίσης με, τινί, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. σω
to contend also with, τινί Anth.