τεφρώδης
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
English (LSJ)
ες, like ashes, Thphr.Ign.39, Babr.85.14, Plu.Them.8; τ. γῆ Str.16.2.44.
German (Pape)
[Seite 1102] ες, zsgzgn statt τεφροειδής, Plut. Them. 8, öfter.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à la cendre, cendré.
Étymologie: τέφρα, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
τεφρώδης: похожий на пепел, пепельный (γῆ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τεφρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τεφροειδής, Βαβρ. 85. 14, Πλουτ. Θεμιστ. 8.
Greek Monolingual
-ες / τεφρώδης, -ῶδες, ΝΑ τέφρα
αυτός που μοιάζει κατά το χρώμα με την τέφρα, σταχτής
νεοελλ.
1. γεμάτος τέφρα
2. φρ. «τεφρώδες φως»
αστρον. το αμυδρό φως που φωτίζει το στραμμένο προς τη Γη τμήμα του σκοτεινού ημισφαιρίου της Σελήνης, κοντά στη φάση της Νέας Σελήνης, καθιστώντας εύκολα ορατό ολόκληρο τον σεληνιακό δίσκο.
Greek Monotonic
τεφρώδης: -ες (εἶδος), σε Βάβρ., Πλούτ.