φιλαπεχθής
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
ές, = φιλαπεχθήμων, Plb. 12.25.6; λοιδορία Id. 5.28.4. Adv. -θῶς, κατηγορεῖν Id. 32.10.3.
German (Pape)
[Seite 1275] ές, Feindschaft liebend, zanksüchtig, streitsüchtig, Andere gern kränkend, beleidigend; Pol. 12, 25, 6; λόγοι 32, 1,2. – Adv., φιλαπεχθῶς κατηγορεῖν τινος Pol. 32, 20, 3.
Russian (Dvoretsky)
φιλαπεχθής: Polyb. = φιλαπεχθήμων.
Greek (Liddell-Scott)
φιλᾰπεχθής: -ές, γεν. έος, = τῷ προηγ., Πολύβ. 5. 28, 4., 12. 25, 6. ― Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. 32. 20, 3.
Greek Monolingual
-ές, Α
φιλαπεχθήμων.
επίρρ...
φιλαπεχθῶς Α
φιλαπεχθημόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπεχθής «απαίσιος, μισητός»].