φιλοκτέανος
From LSJ
English (LSJ)
ον, loving possessions, greedy of gain, covetous, Il.1.122 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1281] besitzliebend, dah. habsüchtig, habgierig, im superl. φιλοκτεανώτατος Il. 1, 122.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκτέᾰνος: (только superl. φιλοκτεανώτατος) корыстолюбивый, жадный Hom.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκτέᾰνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ κτήματα, φιλοκτήμων, ἄπληστος, πλεονέκτης, ἐν Ἰλ. Α. 122, ἐν τῷ ὑπερθ. φιλοκτεανώτατος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.) φιλοκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κτέανος (< κτέανον «κτήμα, περιουσία»), πρβλ. πολυκτέανος.
Greek Monotonic
φῐλοκτέᾰνος: -ον (κτέανον), αυτός που αγαπά τα κτήματα, λαίμαργος για το κέρδος, άπληστος· υπερθ. φιλοκτεανώτατος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
φῐλο-κτέᾰνος, ον, κτέανον
loving possessions, greedy of gain, covetous, Sup. φιλοκτεανώτατος, Il.