φρενόπληκτος

From LSJ
Revision as of 16:43, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενόπληκτος Medium diacritics: φρενόπληκτος Low diacritics: φρενόπληκτος Capitals: ΦΡΕΝΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: phrenóplēktos Transliteration B: phrenoplēktos Transliteration C: frenopliktos Beta Code: freno/plhktos

English (LSJ)

ον, stricken in mind, frenzied, ib.1054(anap.).

German (Pape)

[Seite 1304] dessen Seele wie vom Schlage getroffen ist, mit Wahnsinn geschlagen, wahnsinnig, bethört, Aesch. Prom. 1056.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a l'esprit frappé.
Étymologie: φρήν, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

φρενόπληκτος: пораженный безумием Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φρενόπληκτος: -ον, (πλήσσω), ὁ τὰς φρένας πληγείς, παράφρων, Αἰσχύλ. Προμ. 1054.

Greek Monolingual

-η, -ο / φρενόπληκτος, -ον, ΝΑ
φρενοβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος, σιδηρό-πληκτος].

Greek Monotonic

φρενόπληκτος: -ον (πλήσσω), αυτός που πάσχει στο μυαλό, μανιακός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φρενό-πληκτος, ον, πλήσσω
stricken in mind, frenzy-stricken, Aesch.