φοινικόλοφος

From LSJ
Revision as of 16:44, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκόλοφος Medium diacritics: φοινικόλοφος Low diacritics: φοινικόλοφος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: phoinikólophos Transliteration B: phoinikolophos Transliteration C: foinikolofos Beta Code: foiniko/lofos

English (LSJ)

ον, purple-crested or crimson-crested, δράκων E.Ph. 820 (lyr.); ὄρνιθες Theoc.22.72; ἀλεκτρυόνες Gp.14.16.2.

German (Pape)

[Seite 1296] mit purpurrothem Federbusch, Kamm; δράκων, Eur. Phoen. 827; Hahn, Theocr. 22, 72.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'aigrette ou à la crête écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹, λόφος.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόλοφος: с пурпурным гребнем или с пурпурным хохолком (δράκων Eur.; ὄρνις Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόλοφος: -ον, ὁ ἔχων λόφον πορφυροῦν, δράκων Εὐρ. Φοίν. 820· ὄρνιθες Θεόκρ. 22. 72· ἀλεκτρυὼν Γεωπ. 14. 16, 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει λοφίο από κόκκινα φτερά («ἀλεκτρυόνες φοινικόλοφοι», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος
«πορφυρό χρώμα» + -λόφος (< λόφος), πρβλ. ξανθό-λοφος, χρυσό-λοφος].

Greek Monotonic

φοινῑκόλοφος: -ον, αυτός που έχει λοφίο κόκκινο ή πορφυρό, σε Ευρ.

Middle Liddell

φοινῑκό-λοφος, ον,
purple or crimson-crested, Eur.