χλιδανός
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ή, όν, Aeol. χλίδανος [ῐ], α, ον, luxurious, delicate, voluptuous, Sapph. Supp.21.8; χλιδανῆς ἥβης τέρψιν A.Pers.544 (anap.); ἑταίρα E.Cyc. 500 (lyr.); of Alcibiades, Plu.Alc.23; cf. χλιδή sub fin.
German (Pape)
[Seite 1359] weichlich, zärtlich, schwelgerisch; Aesch. Pers. 536; χλιδανῆς ἔχων ἑταίρας βόστρυχον Eur. Cycl. 497; u. in späterer Prosa, wie Plut. Alcib. 23; – adv., Poll.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mou, efféminé.
Étymologie: χλιδή.
Russian (Dvoretsky)
χλῐδᾰνός: любящий наслаждения, сладострастный, изнеженный (ἥβη Aesch.; ἕταιρα Eur.; Ἀλκιβιάδης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χλῐδᾰνός: -ή, -όν, τρυφηλός, τρυφερός, χλιδανῆς ἥβης τέρψιν Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· χλιδανῆς ἑταίρας βόστρυχον Εὐρ. Κύκλ. 500· ἐπὶ τοῦ Ἀλκιβιάδου, Πλουτ. Ἀλκ. 23.
Greek Monolingual
-ή, -όν, και χλίδανος, -α, -ον, Α
τρυφηλός, φιλήδονος, ηδυπαθής («χλιδανῆς... ἑταίρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα -ανός (πρβλ. στεγ-ανός, τραγ-ανός)].
Greek Monotonic
χλῑδᾰνός: -ή, -όν (χλιδή), πολυτελής, τρυφηλός, φιλήδονος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
χλῐδᾰνός, ή, όν χλιδή
luxurious, delicate, voluptuous, Aesch., Eur.