χρυσόζυγος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ον, with yoke of gold, h.Hom.31.15, X.Cyr.8.3.12.
German (Pape)
[Seite 1380] mit goldenem Joche; H. h. 31, 15; Xen. Cyr. 8, 3,12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au joug d'or.
Étymologie: χρυσός, ζυγόν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόζῠγος: с золотым или с золоченым ярмом (ἅρμα HH, Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόζῠγος: -ον, ὁ ἔχων ζυγὸν ἐκ χρυσοῦ, χρυσόζυγον ἅρμα καὶ ἵππους Ὕμν. Ὁμ. 31. 15, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ζυγό από χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγόν / ζυγός), πρβλ. ἰσό-ζυγος].
Greek Monotonic
χρῡσόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει ζυγό από χρυσό, σε Ξεν.