χρυσόζυγος

From LSJ
Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόζῠγος Medium diacritics: χρυσόζυγος Low diacritics: χρυσόζυγος Capitals: ΧΡΥΣΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: chrysózygos Transliteration B: chrysozygos Transliteration C: chrysozygos Beta Code: xruso/zugos

English (LSJ)

ον, with yoke of gold, h.Hom.31.15, X.Cyr.8.3.12.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenem Joche; H. h. 31, 15; Xen. Cyr. 8, 3,12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au joug d'or.
Étymologie: χρυσός, ζυγόν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόζῠγος: с золотым или с золоченым ярмом (ἅρμα HH, Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόζῠγος: -ον, ὁ ἔχων ζυγὸν ἐκ χρυσοῦ, χρυσόζυγον ἅρμα καὶ ἵππους Ὕμν. Ὁμ. 31. 15, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ζυγό από χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγόν / ζυγός), πρβλ. ἰσό-ζυγος].

Greek Monotonic

χρῡσόζῠγος: -ον (ζυγόν), αυτός που έχει ζυγό από χρυσό, σε Ξεν.

Middle Liddell

χρῡσό-ζῠγος, ον, ζυγόν
with yoke of gold, Xen.