χρυσόβωλος

From LSJ
Revision as of 17:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόβωλος Medium diacritics: χρυσόβωλος Low diacritics: χρυσόβωλος Capitals: ΧΡΥΣΟΒΩΛΟΣ
Transliteration A: chrysóbōlos Transliteration B: chrysobōlos Transliteration C: chrysovolos Beta Code: xruso/bwlos

English (LSJ)

ον, with soil of gold, i.e. containing gold, γῆς λέπας E.Rh.921.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenen, goldhaltigen Erdschollen, Eur. Rhes. 921.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes d'or.
Étymologie: χρυσός, βῶλος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόβωλος: богатый золотоносными пластами (γῆς λέπας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόβωλος: -ον, ὁ ἔχων βώλους ἢ ἔδαφος ἐκ χρυσοῦ, δηλαδὴ περιέχων χρυσόν, γῆς λέπας Εὐρ. Ρῆσ. 921.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλί-βωλος].

Greek Monotonic

χρῡσόβωλος: -ον (βῶλον), αυτός που έχει χρυσό έδαφος, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσό-βωλος, ον, [βῶλον]
with soil of gold, Eur.