ἀλόγημα
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ατος, τό, miscalculation, error, Plb.12.20.2: in plural, 9.16.5, al.
Spanish (DGE)
-ματος, τό error de cálculo Plb.9.16.5, 12.19.7.
German (Pape)
[Seite 108] τό, Irrthum, Versehen, Pol. 9, 16 u. öfter.
Russian (Dvoretsky)
ἀλόγημα: ατος τό ошибка, промах Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλόγημα: -ατος, τό, ἀτύχημα, πλάνη, σφάλμα, Πολύβ. 9. 16, 5.
Greek Monolingual
ἀλόγημα, το (Α) [αλογῶ]
λάθος, σφάλμα, παραλογισμός.