ἀτέλευτος

From LSJ
Revision as of 18:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτέλευτος Medium diacritics: ἀτέλευτος Low diacritics: ατέλευτος Capitals: ΑΤΕΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: atéleutos Transliteration B: ateleutos Transliteration C: ateleftos Beta Code: a)te/leutos

English (LSJ)

ον, endless, eternal, ὕπνος A.Ag.1451 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον interminable ὕπνος A.A.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.

German (Pape)

[Seite 384] (τελευτή), endlos, ewig, ὕπνος Aesch. Ag. 1426.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans fin, éternel.
Étymologie: , τελευτή.

Russian (Dvoretsky)

ἀτέλευτος: нескончаемый, бесконечный (ὕπνος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτέλευτος: -ον, ἀτελεύτητος, αἰώνιος, τὸν ἀεὶ φέρουσ’ ἐν ἡμῖν Μοῖρ’ ἀτελεύτον ὕπνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1451.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτέλευτος, -ον) τελευτή
αυτός που δεν έχει τέλος, ατελεύτητος, αιώνιοςἀτέλευτος ὕπνος» — ο θάνατος)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τελειώσει, ημιτελής
2. άπειρος, αμέτρητος.

Greek Monotonic

ἀτέλευτος: -ον (τελευτή), ατελεύτητος, ατελείωτος, αιώνιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τελευτή
endless, eternal, Aesch.