ἀτρεμαῖος

From LSJ
Revision as of 18:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμαῖος Medium diacritics: ἀτρεμαῖος Low diacritics: ατρεμαίος Capitals: ΑΤΡΕΜΑΙΟΣ
Transliteration A: atremaîos Transliteration B: atremaios Transliteration C: atremaios Beta Code: a)tremai=os

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Or.147 (lyr.)), = ἀτρεμής, βοά a whisper, l.c.: neuter plural as adverb ἀτρεμαῖα = in a whisper, in a low voice, Id.HF1053 (lyr.); regul. Adv. ἀτρεμαίως = tranquilly, Call.Iamb. 1.241; οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15, cf. J.AJ15.7.5.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον E.Or.147]
I 1inmóvil, tranquilo οἱ μὲν ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι ... οἱ δὲ ὑπὸ χολὴν ... οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15.2, ἀτρεμαίῳ καταστήματι ... πρὸς τὸν θάνατον ἀπῄει I.AI 15.236
fig. poco estimulante, falto de interés τὸ γὰρ ... ἐξανιστὰν ἡμᾶς ἐπὶ πράξεις καὶ λόγους οὐ μικρὸν οὐδ' ἀτρεμαῖόν ἐστιν Plu.2.722f.
2 ligero, suave ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα πώλοις μεταφέρων ἰθύνει E.Ph.177, ἀτρεμαῖον ... φέρω βοάν E.l.c.
neutr. plu. adv. en voz baja οὐκ ἀτρεμαῖα θρῆνον αἰάζετ', ὦ γέροντες; E.HF 1054.
II adv. ἀτρεμαίως = suavemente τὴν δ' ἀπήλλαξε μάλ' ἀ. ἡ τεκοῦσα τὸ χρῖμα Call.Fr.194.45.

German (Pape)

[Seite 388] α, ον, ruhig, leise, βοά Eur. Or. 147; Phoen. 182; auch Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui ne tremble pas, immobile, calme.
Étymologie: , τρέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμαῖος: Eur., Plut. = ἀτρεμής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀτρεμής· ἀτρ. βοά, ψιθυρισμός, Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― ἀτρεμαιότης, ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.

Greek Monolingual

ἀτρεμαῖος, -α, -ον (Α) ατρεμής
1. ατρεμής
2. (για φωνή) ψιθυριστός.

Greek Monotonic

ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἀτρεμής, σε Ευρ.