ἁλιστέφανος

From LSJ
Revision as of 18:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιστέφανος Medium diacritics: ἁλιστέφανος Low diacritics: αλιστέφανος Capitals: ΑΛΙΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: halistéphanos Transliteration B: halistephanos Transliteration C: alistefanos Beta Code: a(liste/fanos

English (LSJ)

ον, sea-crowned, sea-girt, πτολίεθρον h.Ap.410; νῆσος Alex. Lychn. ap. St.Byz.s.v. Ταπροβάνη, Nonn.D.40.521.

Spanish (DGE)

(ἁλιστέφᾰνος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
coronado, rodeado por el mar πτολίεθρον h.Ap.410, de la isla de Andros CEG 627 (Eretria IV a.C.), νῆσος Nonn.D.40.521, cf. Alex.Eph.SHell.36.

German (Pape)

[Seite 98] meerumkränzt, H. h. 1. 410 πτολίεθρον; Nonn. νῆσος 40, 521.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιστέφᾰνος: опоясанный морем (πτολίεθρον HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιστέφανος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιστεφόμενος, περιβαλλόμενος, νῆσος, Ἀλέξ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Ταπροβάνη.

Greek Monolingual

ἁλιστέφανος, -ον και ἀλιστεφής, -ές (AM)
αυτός που περιστέφεται, που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + στέφανος < στέφω.