ἐκβόλιμος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον, A thrown out, ejected: ἐκβόλιμον abortion, Arist. HA575a28; τὰ ἐ. τῶν ἐμβρύων Id.PA665b1; τῶν ᾠῶν Id.GA752b4, cf. POxy.464.21. 2 metaph., abortive, futile, (δόξα) Phld.Po.5.29, cf. Plu.2.44d; to be rejected, ἄκυρον καὶ ἐ. PGrenf.2.71 ii II (iii A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
1 expulsado, abortado τὰ ἐμβόλιμα τῶν ἐμβρύων Arist.PA 665b1, τὰ ἐκβόλιμα τῶν ᾠῶν Arist.GA 752b4, cf. HA 575a28
•tal vez abandonado, expuesto astrol. en POxy.464.21.
2 despreciable, abyecto de una opinión, Phld.Po.5.32.1, de un orador, Plu.2.44d
•rechazable, inválido τοῦτο ἄκηρον (l. -κυ-) εἶναι καὶ ἐκβόλημον (sic) PGrenf.2.71.2.11 (III d.C.), cf. BGU 1574.21 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 755] ausgeworfen, verworfen, Plut. de aud. 8: bes. zu früh geboren, Arist. H. A. 6, 21 Part. anim. 3, 4: ᾠόν Gener. an. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d'être rejeté, abject.
Étymologie: ἐκβολή.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβόλιμος:
1) недоношенный (ἔμβρυον Arst.);
2) негодный, нелепый (ἐ. καὶ διημαρτημένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβόλιμος: -ον, ἐκριφθείς, ἐκβληθείς· - ἐκβόλιμον, τό, τὸ προώρως γεννηθέν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 3, π. Ζ., Μορ. 3. 4, 2· ἐν τοῖς ἐκβολίμοις τῶν μικρῶν ᾠῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 6· πρβλ. ἐκβολὰς 2, ἐμβόλιμος 2) μεταφ. ταπεινός, φαῦλος, πρόστυχος, Πλούτ. 2. 44Ε.
Greek Monolingual
ἐκβόλιμος, -ον (Α)
1. αυτός που αποβλήθηκε
2. μάταιος, επιπόλαιος
3. απόβλητος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμον
παιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε.