ἐξορμή
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, going out, expedition, ἐπὶ στρατείαν Pl.Thg.129d.
German (Pape)
[Seite 888] ἡ, = Folgdm 2), ἡ ἐπὶ στρατείαν ἐξ. Plat. Theag. 129 d.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορμή: ἡ выступление (в поход), отправление (ἐπὶ στρατείαν Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορμή: ἡ ἔξοδος, τῇ ἐπὶ στρατείᾳ ἐξορμῇ Πλατ. Θεαγ. 129D.