ἐπαναβληδόν

From LSJ
Revision as of 19:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναβληδόν Medium diacritics: ἐπαναβληδόν Low diacritics: επαναβληδόν Capitals: ΕΠΑΝΑΒΛΗΔΟΝ
Transliteration A: epanablēdón Transliteration B: epanablēdon Transliteration C: epanavlidon Beta Code: e)panablhdo/n

English (LSJ)

Adv. thrown over, ἐπὶ [τοῖς κιθῶσι] εἰρίνεα εἵματα . . ἐ. φορέουσι Hdt.2.81; cf. ἐπαμβλήδην.

German (Pape)

[Seite 899] 1) darüber umgeworfen, ἐπὶ τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα ἐπ. φορέουσι Her. 2, 81. – 2) mit einem Vorspiele, Hesych.

French (Bailly abrégé)

adv.
en jetant par-dessus ; en guise de surtout.
Étymologie: ἐπαναβάλλω, -δην.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναβληδόν: adv. поверх, внакидку: ἐπὶ τούτοισι εἵματα λευκὰ ἐ. φορέουσι Her. поверх этих (рубах египтяне) носят белые плащи.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναβληδόν: Ἐπίρρ., κοινῶς «ῥιχτά», ἐρριμμένα ἐπάνω, ἐπὶ τοῖς κιθῶσι εἰρίνεα εἵματα... ἐπαναβληδὸν φορέουσι Ἡρόδ. 2. 81, πρβλ. ἐπαναβάλλω Ι. ΙΙ. ποιητ. ἐπαμβληδὸν καὶ -βλήδην· «ἀναβαλλόμενος, ἀνακρουόμενος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐπαναβληδόν και ποιητ. τ. έπαμβληδόν (Α)
επίρρ. (για ρούχα) ριχτά στους ώμους («ἐπί τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσιν», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + θ. βλη- (< βάλλω, πρβλ. παθ. αορ. ε-βλή-θην) + κατάλ. -δον, που δηλώνει τρόπο].

Greek Monotonic

ἐπαναβληδόν: επίρρ., ριγμένα, παρατημένα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

thrown over, Hdt.