Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπίμικτος

From LSJ
Revision as of 19:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμικτος Medium diacritics: ἐπίμικτος Low diacritics: επίμικτος Capitals: ΕΠΙΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: epímiktos Transliteration B: epimiktos Transliteration C: epimiktos Beta Code: e)pi/miktos

English (LSJ)

late spelling of ἐπίμεικτος, etc.

German (Pape)

[Seite 963] beigemischt, vermischt, Nic. Th. 528 u. a. Sp.; ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα, sind ihnen gemein, Strab. XIV p. 647.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμικτος: досл. смешанный, ирон. путаный (Πρωταγόρης Timon ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμικτος: -ον, κοινὸς εἴς τινα, ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα Στράβων 647. 2) μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 52, Νικ. Θηρ. 528· φασήλοις τριηρετικοῖς, ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 95. ― Ἐπίρρ. ἐπιμίκτως Ζωναρ. ἐν Συντάγματι Ἱερ. καν. τ. 2, σ. 226.

Greek Monolingual

ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) επιμίγνυμι
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.