ἐπινήφω
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
to be sober at or in, τῷ βίῳ Plu.2.87e; τῇ πράξει for it, Luc.Am.45.
German (Pape)
[Seite 965] dabei nüchtern sein, bleiben, τινί, Luc. Amor. 45; τῷ βίῳ Plut. cap. ex host. ut. p. 272.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
demeurer sobre pendant.
Étymologie: ἐπί, νήφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινήφω: (в чем-л. или в течение какого-л. времени) досл. быть трезвым, перен. быть умеренным, воздержным (τῷ βίῳ Plut.; τῇ πράξει Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινήφω: εἶμαι νηφάλιος πρός τι ἢ ἔν τινι, τῷ βίῳ Πλούτ. 2. 87Ε· τῇ πράξει Λουκ. Ἔρωτ. 45.
Greek Monolingual
ἐπινήφω (Α)
είμαι νηφάλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήφω «είμαι νηφάλιος»].