ἐπιμέλομαι
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
v. ἐπιμελέομαι.
German (Pape)
[Seite 962] = ἐπιμελέομαι, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ἐπεμελόμην;
c. ἐπιμελέομαι.
Étymologie: ἐπί, μέλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμέλομαι: (только praes. и impf. ἐπεμελόμην) Her., Thuc., Plat., Arst., Plut. = ἐπιμελέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμέλομαι: ἴδε ἐν λ. ἐπιμελέομαι.
Greek Monotonic
ἐπιμέλομαι: βλ. ἐπιμελέομαι.