ἐσχάριος

From LSJ
Revision as of 19:56, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχάριος Medium diacritics: ἐσχάριος Low diacritics: εσχάριος Capitals: ΕΣΧΑΡΙΟΣ
Transliteration A: eschários Transliteration B: escharios Transliteration C: escharios Beta Code: e)sxa/rios

English (LSJ)

ον, of or on the hearth, πῦρ AP7.210 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1045] zum Heerde gehörig, auf dem Heerde, πῦρ Antip. Sid. 63 (VII, 2101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer, l'âtre.
Étymologie: ἐσχάρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐσχάριος: (ᾰ) горящий на очаге (πῦρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάριος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν ἐσχάραν, τὴν ἑστίαν ἢ κατάλληλος δι᾿ αὐτήν, πῦρ Ἀνθ. Π. 7. 210.

Greek Monolingual

ἐσχάριος, -ον (Α) εσχάρα
αυτός που ανήκει στην εσχάρα ή είναι κατάλληλος γι' αυτήν.

Greek Monotonic

ἐσχάριος: -ον (ἐσχάρα), κατάλληλος για την σχάρα ή αυτός που ανήκει στην εστία, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐσχάριος, ον ἐσχάρα
of or on the hearth, Anth.