ὀρθόστατος
From LSJ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
English (LSJ)
ον, upstanding, upright, κλίμακες E.Supp.497 codd.; but v. foreg.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tient droit, debout.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόστᾰτος: прямо поставленный, приставленный (к городской стене) (κλίμακες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόστᾰτος: -ον, ὁ ὄρθιος ἱστάμενος, ὄρθιος, κλίμακες Εὐρ. Ἱκέτ. 497.
Greek Monolingual
ὀρθόστατος, -ον (Α)
αυτός που στέκεται όρθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -στατος (< θ. στα- του ἵστημι), πρβλ. νεό-στατος].
Greek Monotonic
ὀρθόστᾰτος: -ον (στῆναι), αυτός που στέκεται ορθός, όρθιος, σε Ευρ.