ὑπόσκληρος
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, somewhat hard, Hp.Fract.11, Art.86.
German (Pape)
[Seite 1232] etwas hart; Hippocr.; Luc. merc. cond. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu dur.
Étymologie: ὑπό, σκληρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσκληρος:
1) жестковатый (φάττα Luc.);
2) немного суровый на вид (ἀνήρ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσκληρος: -ον, ὀλίγον τι σκληρός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 760, π. Ἄρθρ. 840.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόσκληρος, -ον, ΝΑ σκληρός
λίγο σκληρός.