αμφιθέατρο

From LSJ
Revision as of 13:45, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀμφιθέατρον)
νεοελλ.
1. τετράπλευρη αίθουσα θεάτρου, πνευματικού κέντρου ή εκπαιδευτικού ιδρύματος, που έχει εδώλια κλιμακωτά σε σχήμα ημικυκλίου, κυρίως απέναντι από τη σκηνή ή την έδρα και εν μέρει μόνο στα πλάγια
2. το μέρος του θεάτρου που βρίσκεται επάνω από την πλατεία με τα θεωρεία, στο οποίο υπάρχουν κλιμακωτές σειρές καθισμάτων
3. το σύνολο τών ακροατών ή θεατών αμφιθεάτρου
αρχ.
κυκλικό θέατρο δίχως σκηνή, που έχει σε όλες τις πλευρές κλιμακωτά εδώλια για τους θεατές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστ. ουδ. του επιθ. ἀμφιθέατρος.
ΠΑΡ. αμφιθεατρικός].

Translations

Arabic: مُدَرَّج‎; Azerbaijani: amfiteatr; Bulgarian: амфитеатър; Catalan: amfiteatre; Czech: amfiteátr; Danish: amfiteater; Dutch: amfitheater; Estonian: amfiteater; Finnish: amfiteatteri, ulkoilmateatteri; French: amphithéâtre; Galician: anfiteatro; German: Amphitheater; Greek: αμφιθέατρο; Ancient Greek: ἀμφιθέατρον; Hebrew: אמפיתאטרון‎; Hungarian: amfiteátrum, körszínház; Italian: anfiteatro; Latvian: amfiteātris; Lithuanian: amfiteatras; Norwegian Bokmål: amfiteater; Nynorsk: amfiteater; Polish: amfiteatr; Portuguese: anfiteatro; Romanian: amfiteatru; Russian: амфитеатр; Serbo-Croatian Cyrillic: амфитѐа̄тар; Roman: amfitèātar; Slovak: amfiteáter; Slovene: amfiteater; Spanish: anfiteatro; Swedish: amfiteater; Tagalog: ampiteatro; Thai: ทวิอัฒจันทร์; Vietnamese: Hý trường; Welsh: amchwaraefa