γεράνιος
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἡ, a plaster, Aët. 15.15.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
1 n. de un emplasto Aët.15.14 (p.77).
2 v. γεράνιον.
Greek Monolingual
(I)
γεράνιος, η (Μ) γέρανος
1. είδος εμπλάστρου
2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές.
(II)
-α, -ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος)
ο βαθυγάλαζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους γραμματικούς προς τη λ. αήρ, (αέρος) και θεωρήθηκε ότι προήλθε από ηεράνεος (με ιων. -η), ενώ κατ' άλλους γεράνιος < αεράνιος (από συμφυρμό των αέρινος και ουράνιος). Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι γεράνιος (< γέρανος, αν και το φτέρωμα του συγκεκριμένου πτηνού έχει χρώμα σταχτί και όχι γαλάζιο, ενώ τέλος άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το φυτό γεράνι(ον) προκειμένου να δηλωθεί το χρώμα που έχει κάποιο άνθος των φυτών αυτής της οικογένειας].