γεράνιος

From LSJ
Revision as of 15:45, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεράνιος Medium diacritics: γεράνιος Low diacritics: γεράνιος Capitals: ΓΕΡΑΝΙΟΣ
Transliteration A: geránios Transliteration B: geranios Transliteration C: geranios Beta Code: gera/nios

English (LSJ)

ἡ, a plaster, Aët. 15.15.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
1 n. de un emplasto Aët.15.14 (p.77).
2 v. γεράνιον.

Greek Monolingual

(I)
γεράνιος, η (Μ) γέρανος
1. είδος εμπλάστρου
2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές.
(II)
-α, -ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος)
ο βαθυγάλαζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους γραμματικούς προς τη λ. αήρ, (αέρος) και θεωρήθηκε ότι προήλθε από ηεράνεος (με ιων. -η), ενώ κατ' άλλους γεράνιος < αεράνιος (από συμφυρμό των αέρινος και ουράνιος). Υποστηρίχθηκε εξάλλου ότι γεράνιος (< γέρανος, αν και το φτέρωμα του συγκεκριμένου πτηνού έχει χρώμα σταχτί και όχι γαλάζιο, ενώ τέλος άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το φυτό γεράνι(ον) προκειμένου να δηλωθεί το χρώμα που έχει κάποιο άνθος των φυτών αυτής της οικογένειας].