ἀκανθίς
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a bird, A goldfinch, Fringilla carduelis, or linnet, Fr. linaria, Arist. HA616b31, Theoc.7.141. II = ἠριγέρων, Call. ap. Plin.HN25.168: = ἄκανθα Ἀραβική, Ps.-Dsc.3.13: = ἀκάνθιον, ib.16. III = κανθός, Gal.17(1).666.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I bot.
1 hierba cana, Senecio vulgaris L., Call.Fr.585.
2 cardo borriquero, Onopordon illyricum o acanthium Ps.Dsc.3.16, PMag.12.424.
3 otro n. de ἄκανθα Ἀραβική cardo arábigo, Notobasis syriaca (L.) Cass., Ps.Dsc.3.13.
II orn. jilguero, Carduelis carduelis (L.) o lúgano, Carduelis spinus (L.), Arist.HA 616b31, Theoc.7.141, AP 5.292 (Agath.), Plin.HN 10.175, 205
• si uincat acanthida cornix Calp.B.6.7.
German (Pape)
[Seite 68] ίδος, ἡ, Distelsinke, Stieglitz, Arist. H. A. 8, 5; Theocr. 7, 141; Agath. 25 (V, 292).
French (Bailly abrégé)
ίδος
I. adj. f. épineuse;
II. subst. ἡ ἀκανθίς :
1 chardonneret, oiseau;
2 séneçon, plante.
Étymologie: ἄκανθα.
Russian (Dvoretsky)
ἀκανθίς: ίδος adj. f покрытый шипами, колючий (χαλκίς Anth.).
ίδος ἡ щегленок Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, εἶδος πτηνοῦ, ἡ καρδερῖνα, fringilla carduelis ἢ fring. linaria, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 17. 2, Θεόκρ. 7. 141. ΙΙ. ὄνομα τοῦ φυτοῦ senecio, Καλλ. παρὰ Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 106. ΙΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ., ἀκανθώδης, Ἀνθ. Π. 6. 304.
Greek Monolingual
ἀκανθὶς (-ίδος), η (Α)
1. η καρδερίνα (Carduelis carduelis)
2. φυτό, που ονομαζόταν από τους αρχαίους και ἠριγέρων ονομασίες του φυτού Σενέκιο (Καλλ. παρά Πλίν. Nat. Hist. 25, 168)
3. στον Γαλ. 17, 666 βρίσκεται με τη σημασία της λέξεως «κανθός».
Greek Monotonic
ἀκανθίς: -ίδος, ἡ, είδος πτηνού, καρδερίνα, σε Αριστ., Θεόκρ.
II. ως θηλ. επίθ., ακανθώδης, σε Ανθ.
Middle Liddell
I. a bird, the goldfinch, or the linnet, Arist., Theocr.
II. as fem. adj. prickly, Anth.