ἀνεξικακέω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
to be long-suffering, Charito 8.4.
Spanish (DGE)
sufrir mucho tiempo Charito 8.4
•de Dios, Meth.Symp.10.2, de Cristo ἀνεξικακήσας μέχρι τοῦ σταυροῦ Procop.Gaz.M.87.2296B
•resistir Moschio Hyp.4.
German (Pape)
[Seite 223] Uebel, bes. Böses von Anderen mit Langmuth ertragen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξῐκᾰκέω: εἶμαι ἀνεξίκακος, μακρόθυμος, ὅταν ἀνεξικακῇ Ἰω. Χρυσ., -τινί, ἐπί τινι, τοῖς πταίουσιν ἀνεξικάκει Κύριλλ. Ἀλεξ. εἰς Ὠσηὲ Ζ΄, σ. 105. - ἀνεξικακοῦντος ἐπὶ τοῖς ἡμῶν πταίσμασι τοῦ Θεοῦ ὁ αὐτ. εἰς Ἰες. κ. Θ΄, σ. 163.