περιλιχμάομαι

From LSJ
Revision as of 18:02, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλιχμάομαι Medium diacritics: περιλιχμάομαι Low diacritics: περιλιχμάομαι Capitals: ΠΕΡΙΛΙΧΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: perilichmáomai Transliteration B: perilichmaomai Transliteration C: perilichmaomai Beta Code: perilixma/omai

English (LSJ)

=foreg., γλώσσῃ γένειον Theoc.25.226, cf. Arat.1115, Phylarch

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-λιχμάομαι likken, oplikken.

Greek Monotonic

περιλιχμάομαι: αποθ.,
1. γλείφω ολόγυρα, σε Θεόκρ., Λουκ.
2. γλείφω παντού, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

περιλιχμάομαι: ἀποθ., περιλείχω, γλώσσῃ γένειον Θεόκρ. 25. 226, πρβλ. Ἄρατ. 1115, Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34, Θεῶν Διάλ. 12. 2· - ἐπὶ παθ. σημασίας, Πλάτ. Ἀξίοχ. 372Α. 2) λείχω ἐντελῶς, τοῦ ψωμοῦ Λουκ. Προμ. 10.

Middle Liddell


Dep.:
1. to lick all round, Theocr., Luc.
2. to lick up, Luc.