disposición
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Spanish > Greek
αἵρεσις, βυβλίδιον, γυμνασία, διάθεμα, διάθεσις, διάληψις, διάσταλμα, διάστολον, διάταγμα, διάταξις, διαθεσμοθέτησις, διακόσμησις, διανέμησις, διανομή, διασκευή, διαστολή, διαταγή, διατύπωσις, ἀδνοτατίων, ἀνάταξις, ἀπάρτισις, ἀπόνευμα, ἁρμονία, ἐγκατασκευή, ἔνστασις, ἔνταξις