resistencia
From LSJ
ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
Spanish > Greek
διαβολή, δυσένδοτος, δυσπάθεια, τὸ ἀντιβατικόν, ἀκοπίαστος, ἀλκή, ἀνθολκή, ἀντέρεισις, ἀντίβασις, ἀντίκρουσις, ἀντίπραξις, ἀντίπτωσις, ἀντίτασις, ἀντιστηριγμός, ἀντιτυπής, ἀντιτυπία, ἀντιτύπησις, ἀτασθαλία, ἄρτημα, ἐναντίωμα, ἔνστασις