μαρμαροφεγγής

From LSJ
Revision as of 09:10, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰροφεγγής Medium diacritics: μαρμαροφεγγής Low diacritics: μαρμαροφεγγής Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: marmarophengḗs Transliteration B: marmarophengēs Transliteration C: marmarofeggis Beta Code: marmarofeggh/s

English (LSJ)

ές, gleaming white, στόματος παῖδες, of the teeth, Tim.Pers.103.

Greek Monolingual

μαρμαροφεγγής, -ές (Α)
(ιδίως για τα δόντια)
1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο
2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῖδες μαρμαροφεγγεῖς», Τιμόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο-φεγγής].