σκοτομήνη

From LSJ
Revision as of 09:11, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτομήνη Medium diacritics: σκοτομήνη Low diacritics: σκοτομήνη Capitals: ΣΚΟΤΟΜΗΝΗ
Transliteration A: skotomḗnē Transliteration B: skotomēnē Transliteration C: skotomini Beta Code: skotomh/nh

English (LSJ)

ἡ, moonless night, LXX Ps.10(11).2, Aristid.Or.24(44).51 (f.l. for -μαίνῃ), Democr.(?) ap.Et.Gen. s.v. γλαύξ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
nuit obscure, sans lune ; fig. obscurité, trouble.
Étymologie: σκότος, μήνη.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτομήνη: ἡ, νὺξ ἀσέληνος, «σκοτάδι», Ἀριστείδ. 1. 570, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 59· ὡσαύτως σκοτομηνία, Χρύσιππ. ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. εἰς Ἰλ. Φ. 483, Ἀκύλλας ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

και σκοτόμαινα και σκοτόμηνα, ἡ, Α
ασέληνη, σκοτεινή νύχτα («ἡτοίμασαν βέλη... τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτομηνία, κατ' επίδραση του μήνη «σελήνη», ενώ ο τ. σκοτόμαινα κατά τα θηλ. -αινα (πρβλ. θεράπ-αινα)].

Greek Monotonic

σκοτομήνη: ἡ, ασέληνη, χωρίς φεγγάρι νύχτα, σκοτεινή νύχτα.

Middle Liddell

σκοτο-μήνη, ἡ,
a moonless night.