οχεύς
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
ο (Α ὀχεύς, -έως και επικ. τ. -ῆος)
καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι
αρχ.
1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι
2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης
3. στον πληθ. οἱ ὀχεῖς
α) οι πόρπες που συγκρατούν τον ζωστήρα
β) κοχλίες που συγκρατούν τους αγκώνες πολεμικής μηχανής
γ) οι οίακες τών πλοίων
4. λαβή ασπίδας, όχανον
5. άξονας τροχού
6. φρ. «ὀχῆες τῆς ὑστέρης» — τα νεύρα της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ του ἔχω (Ι) + κατάλ. -εύς].