πέπειρα

From LSJ
Revision as of 09:41, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπειρᾰ Medium diacritics: πέπειρα Low diacritics: πέπειρα Capitals: ΠΕΠΕΙΡΑ
Transliteration A: pépeira Transliteration B: pepeira Transliteration C: pepeira Beta Code: pe/peira

English (LSJ)

ἡ, rare fem. of πέπων (formed on analogy of πίειρα, fem. of πίων), used of women, A mellow, ripe, ἐν ταῖς πεπείραις (v.l. -οις) Ar. Ec.896; over-ripe, passée, π. γίνομαι Anacr.87; πέπειρα· γραῖα, Hsch. 2 of things, soft, pulpy, τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῖ Hp.VC 11 (v.l. - ον): metaph., ὀργὴ π. S.Tr.728.

French (Bailly abrégé)

v. πέπειρος.

Greek Monolingual

Α
(σπάν. θηλ. του πέπων)
1. (για γυναίκα) ώριμη, ηλικιωμένη
2. (για πράγματα) μαλακή («τὴν σάρκα πέπειραν ποιεῖ», Ιπποκρ.)
3. μτφ. (για ψυχική κατάσταση) κατευνασμένη («ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ ἐξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπων, κατά το σχήμα πίων: πίειρα].

Russian (Dvoretsky)

πέπειρα: Soph., Plut. f к πέπειρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέπειρα f. van 1. πέπων.

English (Woodhouse)

assuaged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)