παρακίνηση

Revision as of 09:43, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / παρακίνησις, -ήσεως, ΝΜΑ παρακινώ
συμβουλή και συγχρόνως ενθάρρυνση προς κάποιον για να κάνει κάτι, υποκίνηση, παρότρυνση, προτροπή, παρόρμηση
μσν.-αρχ.
στάση, εξέγερση («τὴν τοῦ πλήθους παρακίνησιν καταστεῖλαι», Γ. Παχυμ.).