χειρόμακτρον
English (LSJ)
τό,
A cloth for wiping the hands, towel, serviette, napkin, Hdt.4.64, Ar.Fr.502, X.Cyr.1.3.5, PCair.Zen. 87.8, al. (iii B.C.): the Scythians used scalps as χειρόμακτρα, Hdt.l.c.: hence Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος S.Fr.473.
II head-cloth, used by women, Sapph.44, Hecat.358 J., and perhaps so in Hdt.2.122, χειρόμακτρον χρύσεον, [Written χειρώμακτρον PRev.Laws 94.4 (iii B.C.), PEnteux.38.3,9 (iii B.C.), but χειρόμακτρον PCair.Zen. Il.cc. (iii B.C.): -ω- might be due to 'contamination' with the root of ὀμόργνυμι.]
German (Pape)
[Seite 1346] τό, 1) Tuch zum Abwischen der Hände, Handtuch, Serviette; Her. 2, 122. 4, 64; Soph. frg. 420; Xen. Cyr. 1, 3,5; Sp., wie Luc. merc. cond. 15. – 2) eine Art Kopftuch der Frauen, Sappho frg. 25 nach Ath. IX, 410 d, vgl. Alciphr. 3, 46.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
χειρόμακτρον: τό
1) полотенце или салфетка Her., Soph., Arph., Xen., Luc.;
2) косынка, головной платок Sappho.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόμακτρον: τό, ὡς καὶ νῦν, μάκτρον τῆς χειρός, τεμάχιον ὑφάσματος, δι’ οὗ ἀπομάσσει τις ἢ σπογγίζει τὰς χεῖρας, μανδήλιον ἢ «πετσέτα», «μπόλια», Λατ. mantile Ἡρόδ. 4. 64, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 427, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 5· - οἱ Σκύθαι μετεχειρίζοντο τὰ δέρματα τῶν κεφαλῶν τῶν ἁλισκομένων πολεμίων ὡς χειρόμακτρα, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὅθεν ἡ φράσις Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος Σοφ. Ἀποσπ. 420· πρβλ. Σκυθίζω. ΙΙ. εἶδος κεφαλοδέσμου ἢ καλύπτρας τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, Σαπφὼ 50, Ἑκαταῖος 329, καὶ ἴσως οὕτως ἐν Ἡρόδ. 2. 122, χ. χρύσεον.
Greek Monotonic
χειρόμακτρον: τό, ύφασμα για το σκούπισμα των χεριών, πετσέτα, πετσέτα φαγητού, Λατ. mantile, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
χειρόμακτρον, ου, τό,
a cloth for wiping the hands, a towel, napkin, Lat. mantile, Hdt., Xen.
Frisk Etymology German
χειρόμακτρον: {kheirómaktron}
Forms: (auch -ώ-)
Grammar: n.
Meaning: Handtuch, Tuch, Serviette (Sapph., Hekat., S. u. Ar. in Fr., X., hell. Pap.).
Etymology: Nach alter Auffassung von χείρ und μάσσω (μάκτρον) kneten, mit den Händen betasten (ἀπο-, ἐκμάσσω abstreifen, abwischen); dabei bleibt jedoch das gelegentlich vorkommende -ω- (Hdt. v.l., hell. Pap.) neben weit gewöhnlicherem -ο- unerklärt (analogisch nach χειρῶναξ, χείρωμα?). Seit Hoffmann Dial. 3, 365 deshalb unter allgemeiner Zustimmung als *χειρ(ο)-ώμαρκτρον (mit Dissimilation) zu ὀμόργνυμι gezogen, wobei er sich aher auf das einmalige ὄμαρξον· ἀπόμαξον H. berufen muß; wenig überzeugend.
Page 2,1083-1084
Mantoulidis Etymological
(=πετσέτα). Ἀπό τό χείρ + μάσσω (=σκουπίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.