Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρώξ

From LSJ
Revision as of 14:45, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200

Greek Monolingual

(I)
ῥωγός, ἡ, ΜΑ
ρήγμα, σχισμή («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» — μέσα από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο μέγαρο, Ομ. Οδ.)
αρχ.
σύντριμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥώξ, ῥωγός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ- του ῥήγνυμι και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. του πληθ. ῥῶγας].
(II)
ῥωγός, ή, ΜΑ
βλ. ρώγα.

Mantoulidis Etymological

-ρωγός (=ἄνοιγμα, στενό πέρασμα). Ἀπό τό ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.