μύττω
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
Att. for μύσσω.
Greek (Liddell-Scott)
μύττω: Ἀττ. ἀντὶ μύσσω, ἴδε μύσσομαι.
Greek Monolingual
μύττω (Α)
(αττ. τ.) βλ. μύσσομαι.
Mantoulidis Etymological
ἤ μύσσω -μύσσομαι (=σκουπίζω τή μύξα). Ἀπό ρίζα μυκ-. Θέμα μυκ+j+ω = μύσσω καί μύσσομαι.
Παράγωγα: μυκτήρ (=μύτη), ἀπομυκτέον, μύξα, μυξώδης, μύτις (=μύτη).