βαυκαλίζω
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
= βαυκαλάω, AB85, Hsch.
Spanish (DGE)
arrullar a un niño para dormirlo, Hsch., AB 85.28.
German (Pape)
[Seite 439] = βαυκαλάω, B. A. 85.
Greek Monolingual
(AM βαυκαλίζω)
νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα
νεοελλ.
1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις
2. (-ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαυκαλώ].
Mantoulidis Etymological
(=κοιμίζω, νανουρίζω) καί βαυκαλάω. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, φωνή τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: βαυκάλημα (=νανούρισμα).