κατάντημα
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ατος, τό, end, goal, LXXPs.18(19).7, Sch. Ar.Ra.1026; κ. σκέψεως Sch.E.Hec.744; result, PSI6.698.5 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1366] τό, der Ausgang, das Begebniß, Sp.; ἐλαῖαι οὖσαι κατ. τοῦ δρόμου, Ende, Schol. Ar. Ran. 1026.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντημα: τό, τέλος, τέρμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΗ΄, 7)· «ἐλαῖαι οὖσαι κατάντημα τοῦ δρόμου», τέλος, πέρας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1026· συμβάν.
Greek Monolingual
το (AM κατάντημα) καταντώ
νεοελλ.
άσχημη κατάσταση, κακή κατάληξη
μσν.-αρχ.
τέρμα, κατάληξη.