κατάντημα

From LSJ
Revision as of 08:25, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάντημα Medium diacritics: κατάντημα Low diacritics: κατάντημα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ
Transliteration A: katántēma Transliteration B: katantēma Transliteration C: katantima Beta Code: kata/nthma

English (LSJ)

ατος, τό, end, goal, LXXPs.18(19).7, Sch. Ar.Ra.1026; κ. σκέψεως Sch.E.Hec.744; result, PSI6.698.5 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1366] τό, der Ausgang, das Begebniß, Sp.; ἐλαῖαι οὖσαι κατ. τοῦ δρόμου, Ende, Schol. Ar. Ran. 1026.

Greek (Liddell-Scott)

κατάντημα: τό, τέλος, τέρμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΗ΄, 7)· «ἐλαῖαι οὖσαι κατάντημα τοῦ δρόμου», τέλος, πέρας, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1026· συμβάν.

Greek Monolingual

το (AM κατάντημα) καταντώ
νεοελλ.
άσχημη κατάσταση, κακή κατάληξη
μσν.-αρχ.
τέρμα, κατάληξη.