ἐξερεύγομαι
English (LSJ)
A vomit forth, πλῆθος βατράχων LXX Wi.19.10, al.; ἀφρόν, of honey when boiled, Gal.6.273: metaph., λόγον ἀγαθόν LXX Ps.44(45).1. II of a tumour, break out, Hp.Prorrh.1.168. III Med. or Pass., of rivers, empty themselves, Hdt.1.202, Arist.HA603a14, D.H.1.9, etc.; of veins, discharge, Hp.Oss.14. (Cf. ἐξερυγγάνω.)
Greek Monolingual
(AM ἐξερεύγομαι) ερεύγομαι
βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ)
μσν.
ρουφῶ
(«κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα»)
αρχ.
1. (για όγκο) ανοίγω
2. (για ποταμό) εκβάλλω
3. (για φλέβα) αδειάζω.
Greek Monotonic
ἐξερεύγομαι: Παθ., λέγεται για ποτάμια, εκβάλλω, χύνομαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερεύγομαι:
1) изливаться Arst.: ὁ ποταμὸς ἐξερεύγεται στόμασι τεσσεράκοντα Her. река впадает (в море) сорока устьями;
2) физиол. очищаться (διὰ τὸ σῶμα ἐξερεύγεσθαι Arst.).
Middle Liddell
Pass., of rivers, to empty themselves, Hdt.