νεοτόκος

From LSJ
Revision as of 08:34, 9 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοτόκος Medium diacritics: νεοτόκος Low diacritics: νεοτόκος Capitals: ΝΕΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: neotókos Transliteration B: neotokos Transliteration C: neotokos Beta Code: neoto/kos

English (LSJ)

ον, Act., having just brought forth, E. Ba. 701, Aret. CA 2.3; λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς DH. 1.79, Plu. 2.320d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient d'enfanter.
Étymologie: νέος, τίκτω.

English (Slater)

νεοτόκος of recent childbirth, ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων (sc. Ἀλκμήνα, from the bed where she had just given birth to Herakles and Iphikles) (Pae. 20.14)

Greek Monolingual

-ο (Α νεοτόκος και νεητόκος, -ον)
αυτός που γέννησε πρόσφατα («λύκαινα νεοτόκος σπαργῶσα τοὺς μαστούς», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. θεο-τόκος, τελειο-τόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

νεοτόκος:
I adj. f недавно родившая (ἵππος θήλεια Plut.).
IIмолодая мать Eur.

Middle Liddell

νεο-τόκος, ον, τίκτω
having just brought forth, Eur.