δακτυλίς
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
ίδος, ἡ, name of a kind of
A grape, Plin.HN14.40.
II = δάκτυλος, Steph. in Hp.Aph.2.294D.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 dedo meñique οὔτε γὰρ τὸν ἄκρον δάκτυλον ἢ τελευταίαν δακτυλίδα κινῆσαι δυνατόν Steph.in Hp.Aph.1.140.2.
2 bot., cierto tipo de uva delgada como un dedo, Plin.HN 14.40.
3 bot. ἀριστολοχία δ. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., en recetas médicas, Androm. en Gal.13.32, Gal.13.71, cf. δακτυλῖτις.
German (Pape)
[Seite 520] ίδος (fem. zu δακτυλιαῖος ), eine Weintraubengattung, Plin. H. N. 14, 3, 4.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλίς: ίδος ἡ (sc. σταφυλή) «пальчики» (сорт винограда) Plin.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλίς: -ίδος, ἡ, ὄνομα εἴδους σταφυλῆς, Πλίν. 14. 3, 4.
Greek Monolingual
η (AM δακτυλίς) δάκτυλος
νεοελλ.
γένος φυτών που ανήκει στα αγρωστώδη
μσν.
1. το δάχτυλο
2. το δαχτυλίδι
αρχ.
είδος σταφυλιού.