προσκαρτέρησις

Revision as of 11:11, 19 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

εως, ἡ, perseverance, patience, Phld.Rh.1.11 S., Ep.Eph.6.18.

German (Pape)

[Seite 767] ἡ, Beharrlichkeit, Ausdauer bei Etwas, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
constance, assiduité.
Étymologie: προσκαρτερέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκαρτέρησις -εως, ἡ [προσκαρτερέω] volharding, voortduring. ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει voortdurend NT Eph. 6.18.

Russian (Dvoretsky)

προσκαρτέρησις: εως ἡ постоянство, стойкость (ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει NT).

English (Strong)

from προσκαρτερέω; persistancy: perseverance.

English (Thayer)

προσκαρτερησεως, ἡ, (προσκαρτερέω), perseverance: Λεξ. ἀθης. under the word).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προσκαρτερῶ
καρτερία και επιμονή σε κάτι («ἀγρυπνοῦν τες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.).

Greek Monotonic

προσκαρτέρησις: ἡ, προσμονή, εγκαρτέρηση, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

προσκαρτέρησις: ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.

Middle Liddell

προσκαρτέρησις, εως, [from προσκαρτερέω
perseverance, NTest.

Chinese

原文音譯:proskartšrhsij 普羅士-卡而帖雷西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-握住的
字義溯源:堅持,毅力,不倦;源自(προσκαρτερέω)=恆切);由(πρός)=向著)與(καρτερέω)=堅忍)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前),而 (καρτερέω)出自(κράτος)*=權力)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 堅持(1) 弗6:18

Translations

persistence

Arabic: إِلْحَاح‎; Bulgarian: постоянство, настойчивост; Catalan: persistència; Chinese Mandarin: 坚持; Czech: perzistence, vytrvalost; Dutch: doorzettingsvermogen; Finnish: sitkeys; French: persistance; German: Ausdauer, Bestand, Beständigkeit; Ancient Greek: ἐνδελεχισμός, ἐπιμονή, λιπαρία, λιπαρίη, μονή, παρεδρία, προσκαρτέρησις, προσλιπάρησις; Italian: perseveranza, persistere; Japanese: 固執; Latin: pervicacia; Maori: hohotatanga, pāuaua; Portuguese: persistência; Romanian: persistență; Russian: настойчивость, упорство; Serbo-Croatian Cyrillic: упорно̄ст; Roman: upórnōst; Sicilian: pirsistenza; Spanish: persistencia, perseverancia; Tamil: விடாமுயற்சி; Telugu: పట్టుదల; Tocharian B: stamalñe; Turkish: devamlılık, süreklilik