παρεδρία

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεδρία Medium diacritics: παρεδρία Low diacritics: παρεδρία Capitals: ΠΑΡΕΔΡΙΑ
Transliteration A: paredría Transliteration B: paredria Transliteration C: paredria Beta Code: paredri/a

English (LSJ)

Ion. παρεδρίη, ἡ,
A attendance, Memn.60; service, ἡ τῶν Γάλλων παρεδρία Corn. ND6.
2 of things, ἡ τοῦ ἐναντίου παρεδρία its association, constant presence, Arist.PA652a32; persistence, κακοπαθείης Hp.Praec. 8.
II office of πάρεδρος, Test. ap. D.59.84.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, das Danebensitzen od. Dabeisitzen, Amt und Würde des πάρεδρος, Dem. 59, 84. – Das Dazukommen, Arist. part. anim. 2, 7.

Russian (Dvoretsky)

παρεδρία:
1 звание или должность заседателя Dem.;
2 прибавление, присоединение (τοῦ ἐναντίου Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεδρία: ἡ, τὸ παρακαθῆσθαι, Μέμνων 60· σταθερὰ τήρησις τοῦ νόμου Κωνστ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 7· - ἐπὶ πραγμάτων, ἡ τοῦ ἐναντίου π., παρουσία, ὕπαρξις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 2. ΙΙ. τὸ ὑπούργημαἀξίωμα τοῦ παρέδρου παρὰ Δημ. 1373. 22. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 405.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρεδρίη, ἡ, ΜΑ πάρεδρος
μσν.
η διαρκής τήρηση, η συνεχής εκτέλεση («τῇ τοῦ νόμου τούτου παρεδρίᾳ», Ευστ.)
αρχ.
1. η παρεδρεία, η συγκαθεδρία
2. η υπηρεσία («ἡ τῶν Γάλλων παρεδρία»)
3. η διαρκής παρουσία («ἡ φύσις μηχανᾱται πρὸς τὴν ἑκάστου ὑπερβολήν βοήθειαν τὴν τοῦ ἐναντίου παρεδρίαν». Αριστοτ.)
4. η εμμονή, η επίμονη παρουσία («παρεδρίη κακοπαθείης», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεδρία -ας, ἡ [πάρεδρος] jur. ambt van assessor. geneesk. hardnekkigheid:. ἐν... κακοπαθείης παρεδρίῃ in een situatie van hardnekkige ziekte Hp. Praec. 8.

Translations

persistence

Arabic: إِلْحَاح‎; Bulgarian: постоянство, настойчивост; Catalan: persistència; Chinese Mandarin: 坚持; Czech: perzistence, vytrvalost; Dutch: doorzettingsvermogen; Finnish: sitkeys; French: persistance; German: Ausdauer, Bestand, Beständigkeit; Ancient Greek: δυσαπαλλακτία, ἐμμονή, ἐνδελέχεια, ἐνδελεχισμός, ἐπιμονή, λιπαρία, λιπαρίη, μονή, παρεδρία, προσκαρτέρησις, προσλιπάρησις, τὸ ἔμμονον; Italian: perseveranza, persistere; Japanese: 固執; Latin: pervicacia; Maori: hohotatanga, pāuaua; Portuguese: persistência; Romanian: persistență; Russian: настойчивость, упорство; Serbo-Croatian Cyrillic: упорно̄ст; Roman: upórnōst; Sicilian: pirsistenza; Spanish: persistencia, perseverancia; Tamil: விடாமுயற்சி; Telugu: పట్టుదల; Tocharian B: stamalñe; Turkish: devamlılık, süreklilik