Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρρώξ

From LSJ
Revision as of 16:31, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρώξ Medium diacritics: ἀρρώξ Low diacritics: αρρώξ Capitals: ΑΡΡΩΞ
Transliteration A: arrṓx Transliteration B: arrōx Transliteration C: arroks Beta Code: a)rrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, without cleft or breach, unbroken, γῆ S.Ant.251: also c. Subst. neut., ὅπλοις ἀρρῶξιν, like ἀρρήκτοις, Id.Fr.156.

Spanish (DGE)

-ῶγος
1 no roturado, no arado γῆ S.Ant.251, cf. Hsch.
2 que no se puede romper ὅπλα S.Fr.156.

French (Bailly abrégé)

ῶγος (ὁ, ἡ, τό)
non fendu.
Étymologie: , ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρώξ: ῶγος adj. нерасколотый, не имеющий трещин (γῆ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, ἄρρηκτος, ἀρραγής, ἄνευ ῥωγμῶν, στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ’ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Σοφ. Ἀντ. 251· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., ὅπλοις ἀρρῶξιν, ὡς τὸ ἀρρήκτοις, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 468· πρβλ. Λοβ. Παραλειπ. 287.

Greek Monolingual

ἀρρώξ, ο, η (Α)
αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ρώξ (-ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»].

Greek Monotonic

ἀρρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ (ῥήγνυμι, ἔρρωγα), αυτός που δεν έχει ρωγμές ή ρήγματα, άθικτος, αρραγής, γερός, γῆ, σε Σοφ.

Middle Liddell

ῥήγνυμι, ἔρρωγα
without cleft or breach, unbroken, γῆ Soph.

German (Pape)

ῶγος, ohne Spalten, γῆ Soph. Ant. 251; ὅπλα Id. frg. 168.