κρόκα
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
heterocl. acc. sg. of κρόκη.
Russian (Dvoretsky)
κρόκα: acc. к *κρόξ.
Greek (Liddell-Scott)
κρόκα: ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. τοῦ κρόκη.
English (Slater)
κρόκα wool ἐκ δὲ Πελλάνας ἐπιεσσάμενοι νῶτον μαλακαῖσι κρόκαις (sc. ἀπέβαν· τίθεται δὲ παχέα ἱμάτια ἐν Πελλήνῃ ἄγναφα. Σ, i. e. as prizes in the games) (N. 10.44) ]δε πορφυρέᾳ σὺν κρόκ[ᾳ (supp. Zuntz) Πα. 13a. 19.
Greek Monotonic
κρόκα: ετερόκλ. αιτ. του κρόκη.